Група στα ελληνικά
Μετάφραση: група, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- грубиян στα ελληνικά - αγροίκος, χωριάτης, άξεστος, Boor
- грубо στα ελληνικά - πρόχειρα, τραχύς, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
- гръмкост στα ελληνικά - ένταση, όγκος, φωνή, ποσότητα, ηχηρότητα, ηχηρότης, ηχητικότητα, ...
- грънчарство στα ελληνικά - αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής
Τυχαίες λέξεις
Група στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας
Μεταφράσεις: ομάδα, συγκρότημα, σύμπλεγμα, όμιλος, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, της ομάδας