Дим στα ελληνικά

Μετάφραση: дим, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνίζω, καπνοί, καυσαέριο, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Дим στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • дикция στα ελληνικά - απαγγελία, δικαιοδοσία, δικαιοδοσίας, δοσία, diction
  • дилижанс στα ελληνικά - επιμέλεια, φιλοτεχνία, άμαξα, ταχυδρομική άμαξα, ταχυδρομικών αμαξών, ταχυδρομική άμαξα της, άμαξα που εκτελούσε
  • динамит στα ελληνικά - δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες
  • динозаври στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινόσαυροι, δεινόσαυρους, δεινοσαύρων, οι δεινόσαυροι, δεινοσαύρους
Τυχαίες λέξεις
Дим στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνίζω, καπνοί, καυσαέριο, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης