Καυσαέριο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καυσαέριο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дим, паря, отработени газове, отработили газове, отработилите газове, отработен газ, на отработилите газове
Καυσαέριο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καυσαέριο

καυσαέριο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καυσαέριο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καυγάς στα βουλγαρικά - драка, караница, сбиване, скандал, Brawl, свада
  • καυγαδίζω στα βουλγαρικά - кавга, препирня, разпра, караница, паса
  • καυστήρας στα βουλγαρικά - котел, горелка, горелката, горелка за, на горелката, записващо устройство
  • καυστικός στα βουλγαρικά - палещ, горещ, зноен, пламенна, пламенната
Τυχαίες λέξεις
Καυσαέριο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: дим, паря, отработени газове, отработили газове, отработилите газове, отработен газ, на отработилите газове