Диплом στα ελληνικά
Μετάφραση: диплом, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- динамит στα ελληνικά - δυναμίτης, δυναμίτιδα, δυναμίτη, δυναμίτιδας, δυναμίτες
- динозаври στα ελληνικά - δεινόσαυρος, δεινόσαυροι, δεινόσαυρους, δεινοσαύρων, οι δεινόσαυροι, δεινοσαύρους
- дипломат στα ελληνικά - διπλωμάτης, διπλωμάτη, διπλωμάτης των
- дипломация στα ελληνικά - διπλωματία, διπλωματίας, η διπλωματία, τη διπλωματία, της διπλωματίας
Τυχαίες λέξεις
Диплом στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που
Μεταφράσεις: δίπλωμα, διπλώματος, πτυχίο, πτυχίου, δίπλωμα που