Единадесет στα ελληνικά

Μετάφραση: единадесет, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδέκατος, έντεκα, ένδεκα, από έντεκα
Единадесет στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • евхаристия στα ελληνικά - ευχαριστία, Ευχαριστίας, Θεία Ευχαριστία, Θείας Ευχαριστίας
  • едва στα ελληνικά - μόλις, ελάχιστα, μόλις και μετά βίας, μετά βίας, σχεδόν
  • единичност στα ελληνικά - μοναδικότητα, ιδιομορφία, ιδιαιτερότητα, ιδιομορφίας, ανωμαλία
  • единодушие στα ελληνικά - ομοφωνία, ομοφωνίας, ομόφωνα, της ομοφωνίας, η ομοφωνία
Τυχαίες λέξεις
Единадесет στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδέκατος, έντεκα, ένδεκα, από έντεκα