Запрещение στα ελληνικά
Μετάφραση: запрещение, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλείω, απαγορεύω, απαγόρευση, αποκλεισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- запор στα ελληνικά - κατάσχεση, σύνδεση, συνημμένο, προσάρτησης, προσκόλληση
- запояване στα ελληνικά - συγκόλληση, συγκόλλησης, Κόλληση, Κολλητήρι, μαλακή συγκόλληση
- заработен στα ελληνικά - αποδοχές, απολαβές, κέρδισε, κερδίσει, κερδισμένα, κέρδισαν, earned
- зародиш στα ελληνικά - έμβρυο, μικρόβιο, φύτρο, φύτρα, γεννητικών, γεννητικά
Τυχαίες λέξεις
Запрещение στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλείω, απαγορεύω, απαγόρευση, αποκλεισμός
Μεταφράσεις: αποκλείω, απαγορεύω, απαγόρευση, αποκλεισμός