Απαγορεύω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: απαγορεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
забрана, запрещение, забранявам, забрани, да забрани, се забрани, боже
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαγορεύω
απαγορεύω στα γαλλικά, απαγορεύω συνώνυμο, απαγορεύω αρχαια, απαγορεύω english, απαγορεύω στα αγγλικά, απαγορεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, απαγορεύω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- απαίτηση στα βουλγαρικά - необходимост, търсене, нужда, изискване, изисквания, изискването, изискване за
- απαγορευμένο στα βουλγαρικά - табу, забранен, забранено, забранени, забранена, Забранява
- απαγχονίζω στα βουλγαρικά - бесилка, бесило, бесилката, висилка, обесвам
- απαγωγέας στα βουλγαρικά - похитител, похитителя, похитителят, абдуктор, мускул отвеждач
Τυχαίες λέξεις
Απαγορεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: забрана, запрещение, забранявам, забрани, да забрани, се забрани, боже
Μεταφράσεις: забрана, запрещение, забранявам, забрани, да забрани, се забрани, боже