Играч στα ελληνικά

Μετάφραση: играч, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμμέτοχος, παίκτης, παίχτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής
Играч στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • иглотерапия στα ελληνικά - βελονισμός, Ο βελονισμός, βελονισμού, το βελονισμό, βελονισμό
  • игра στα ελληνικά - παριστάνω, παίζω, ενασχόληση, χόμπι, απασχόληση, έργο, παιχνίδι, ...
  • игрек στα ελληνικά - Υ, Y, το Υ, Ν
  • игривия στα ελληνικά - παιχνιδιάρικος, εύθυμος, παιχνιδιάρικο, παιχνιδιάρικη, παιγνιώδη, παιχνιδιάρικα
Τυχαίες λέξεις
Играч στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμμέτοχος, παίκτης, παίχτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής