Измерване στα ελληνικά
Μετάφραση: измерване, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταμέτρηση, μετρώ, μέτρο, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- изменение στα ελληνικά - μετατροπή, τροποποίηση, παραλλάζω, παραλλαγή, μεταβολή, αλλάζω, τροπολογία, ...
- изменчивия στα ελληνικά - ασταθής, ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, μεταβλητός, Μεταβλητή, Μεταβλητό, Μεταβλητού, ...
- измерение στα ελληνικά - μέτρηση, καταμέτρηση, διάσταση, διάστασης, διαστάσεις, διάσταση της, διαστάσεων
- изнеженост στα ελληνικά - τρυφερότητα, ευαισθησία, την τρυφερότητα, τρυφερότητας, ευαισθησίας
Τυχαίες λέξεις
Измерване στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταμέτρηση, μετρώ, μέτρο, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
Μεταφράσεις: καταμέτρηση, μετρώ, μέτρο, μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση