Имущество στα ελληνικά
Μετάφραση: имущество, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμαλφή, περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- импровизация στα ελληνικά - αυτοσχεδιασμός, αυτοσχεδιασμού, αυτοσχεδιασμό, τον αυτοσχεδιασμό, ο αυτοσχεδιασμός
- имунитет στα ελληνικά - αντίσταση, ασυδοσία, αντοχή, ανοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, ...
- иначе στα ελληνικά - ψευδώνυμο, αλλιώς, διαφορετικά, άλλως, άλλο τρόπο, με άλλο τρόπο
- инвентаризация στα ελληνικά - απογραφή, απογραφής, κατάλογο, αποθεμάτων, αποθέματος
Τυχαίες λέξεις
Имущество στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμαλφή, περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο
Μεταφράσεις: τιμαλφή, περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας, ακίνητο