Камък στα ελληνικά
Μετάφραση: камък, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουνώ, ροκ, πέτρα, λιθοβολώ, πετροβολώ, λικνίζω, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- камуфлаж στα ελληνικά - συγκάλυψη, μεταμφίεση, καμουφλάζ, παραλλαγής, κάλυψης, παραλλαγή
- камфора στα ελληνικά - κάμφορα, καμφορά, καμφοράς, καμφορο, καμφορ
- канава στα ελληνικά - χαντάκι, τάφρος, καμβάς, καμβά, μουσαμά, σε καμβά
- канавка στα ελληνικά - οχετός, χαντάκι, ρείθρο, τάφρος, τάφρο, τάφρου, αυλάκι
Τυχαίες λέξεις
Камък στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουνώ, ροκ, πέτρα, λιθοβολώ, πετροβολώ, λικνίζω, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Μεταφράσεις: κουνώ, ροκ, πέτρα, λιθοβολώ, πετροβολώ, λικνίζω, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη