Λιθοβολώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λιθοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
камък, обстрелване, пердаша, хвърлям по, обсипвам с, замервам с
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιθοβολώ
λιθοβολώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιθοβολώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λιγοστός στα βουλγαρικά - оскъден, постен, слаб, оскъдните, оскъдна
- λιγόλογος στα βουλγαρικά - мълчалив, мълчаливият, необщителен, неразговорчив, мълчалива
- λιθοστρώνω στα βουλγαρικά - поправям, калдъръмени, трошенокаменна, с трошенокаменна
- λικνίζομαι στα βουλγαρικά - liknizomai
Τυχαίες λέξεις
Λιθοβολώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: камък, обстрелване, пердаша, хвърлям по, обсипвам с, замервам с
Μεταφράσεις: камък, обстрелване, пердаша, хвърлям по, обсипвам с, замервам с