Клей στα ελληνικά
Μετάφραση: клей, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κολλώ, κόλλα, μύξα, γλοιός, γλίσχραμα, γλισχράσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- клевета στα ελληνικά - συκοφαντία, κακολογία, διαβολή, δυσφημώ, δυσφήμηση, δυσφήμησης, δυσφήμισης, ...
- клеветата στα ελληνικά - δυσφήμηση, δυσφήμησης, δυσφήμισης, τη δυσφήμιση, τη δυσφήμηση
- клеймо στα ελληνικά - σφραγίδα, βούλα, μάρκα, στιγματίζω, φώκια, στίγμα, στίγματος, ...
- клен στα ελληνικά - σφεντάμι, Maple, σφενδάμου, σφενδάμνου, σφενδάμι
Τυχαίες λέξεις
Клей στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κολλώ, κόλλα, μύξα, γλοιός, γλίσχραμα, γλισχράσματος
Μεταφράσεις: κολλώ, κόλλα, μύξα, γλοιός, γλίσχραμα, γλισχράσματος