Κολλώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κολλώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
туткал, клей, пръчка, стик, тояга, клечка, незалепващо
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλώ
κολλάω κλίση, μπρίκια κολλώ, κολλώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κολλώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κολλητός στα βουλγαρικά - конте, пич
- κολλιτσίδα στα βουλγαρικά - репей, Бърдок, от репей, репея, на репея
- κολλώδης στα βουλγαρικά - лепкав, лепкава, лепкаво, лепкави, залепващата
- κολοκύθα στα βουλγαρικά - тиква, тиквени, тиквено, тиквата, от тиква
Τυχαίες λέξεις
Κολλώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: туткал, клей, пръчка, стик, тояга, клечка, незалепващо
Μεταφράσεις: туткал, клей, пръчка, стик, тояга, клечка, незалепващо