Клин στα ελληνικά

Μετάφραση: клин, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόμφος, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
Клин στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • климат στα ελληνικά - κλίμα, κλίματος, του κλίματος, κλιματική, το κλίμα
  • климаща στα ελληνικά - αποκορύφωμα, Klimt, Κλιμτ, Klimt ο, Κλίμτ
  • клиника στα ελληνικά - κλινική, κλινικής, ιατρείο, την κλινική, κλινικές
  • клитор στα ελληνικά - κουμπί, κλειτορίδα, κλειτορίς, κλειτορίδας, την κλειτορίδα, κλειτορίδος
Τυχαίες λέξεις
Клин στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόμφος, σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός