Συγκεντρώνω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: συγκεντρώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сбор, концентрат, маршал, събирам, събира, събират, събиране на, събере
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκεντρώνω
συγκεντρώνω στα αγγλικά, συγκεντρώνω συνώνυμο, συγκεντρώνω συνώνυμα, συγκεντρώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, συγκεντρώνω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- συγκεκριμένος στα βουλγαρικά - бетонния, бетон, специфичен, специфична, специфични, специфично, конкретна
- συγκεντρώνομαι στα βουλγαρικά - концентрат, сбор, концентрирам, се концентрира, се съсредоточи, се концентрират
- συγκινητικός στα βουλγαρικά - движещ се, движи, преместване, движат, движещи
- συγκλονίζω στα βουλγαρικά - треса, тресе, разтърсват, се тресе, свивам
Τυχαίες λέξεις
Συγκεντρώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сбор, концентрат, маршал, събирам, събира, събират, събиране на, събере
Μεταφράσεις: сбор, концентрат, маршал, събирам, събира, събират, събиране на, събере