Корона στα ελληνικά

Μετάφραση: корона, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέμμα, κορώνα, κορόνα, θήκη, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Корона στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • корка στα ελληνικά - κόρα, καύκαλο, κρούστα, φελλός, φελλό, φελλού, από φελλό, ...
  • корозия στα ελληνικά - διάβρωση, διάβρωσης, στη διάβρωση, τη διάβρωση, διαβρώσεως
  • коронация στα ελληνικά - στέψη, στέψης, τη στέψη, coronation, στέψη του
  • корпорация στα ελληνικά - συντεχνία, εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρία, των εταιριών
Τυχαίες λέξεις
Корона στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέμμα, κορώνα, κορόνα, θήκη, στεφάνι, κόμης, κορώνας