Лак στα ελληνικά
Μετάφραση: лак, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βερνικώνω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лайнер στα ελληνικά - επένδυση, τακτικών γραμμών, επένδυσης, επενδύσεως, χιτώνιο
- лайно στα ελληνικά - σκατά, μαλακία, μαλακίες, τη μαλακία, τα σκατά
- лакей στα ελληνικά - υπηρέτης, λακές, υπηρέτη, υπηρέτες, υπηρέτες του
- лакмус στα ελληνικά - ηλιοτρόπιο, ηλιοτροπίου, χάρτη ηλιοτροπίου, του ηλιοτροπίου, λυδίας λίθου
Τυχαίες λέξεις
Лак στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βερνικώνω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Μεταφράσεις: βερνικώνω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά