Малоумен στα ελληνικά

Μετάφραση: малоумен, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχειώδης, μωρός, χαζός, ανόητο, ανόητος
Малоумен στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • малачка στα ελληνικά - malachka
  • малина στα ελληνικά - βατόμουρο, σμέουρο, σμέουρων, βατόμουρου, σμέουρου
  • малцинство στα ελληνικά - μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
  • манастир στα ελληνικά - μοναστήρι, μονή, μονής, μοναστηριού, Ιερά Μονή
Τυχαίες λέξεις
Малоумен στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχειώδης, μωρός, χαζός, ανόητο, ανόητος