Млин στα ελληνικά
Μετάφραση: млин, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τηγανίτα, Mlýn, Μλιν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- младост στα ελληνικά - νεαρός, νεότητα, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία
- младшия στα ελληνικά - μικρότερος, υφιστάμενος, κατώτερος, κατώτερο, Νέων, Τζούνιορ, νεώτερος
- мнение στα ελληνικά - αντίληψη, σκεφτόμουν, γνώμη, πειθώ, ιδέα, γνωμάτευση, άποψη, ...
- много στα ελληνικά - κλήρος, πολλοί, μοίρα, πολύς, πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ...
Τυχαίες λέξεις
Млин στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τηγανίτα, Mlýn, Μλιν
Μεταφράσεις: τηγανίτα, Mlýn, Μλιν