Мост στα ελληνικά

Μετάφραση: мост, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεφυρώνω, γέφυρα, σπιθαμή, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας
Мост στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • морфология στα ελληνικά - μορφολογία, μορφολογίας, τη μορφολογία, μορφολογία του, η μορφολογία
  • моряк στα ελληνικά - ναύτης, ναυτικός, ναύτη, ναυτικό, ναυτικού
  • мотивация στα ελληνικά - κίνητρο, παρακίνηση, κίνητρα, κινήτρων, τα κίνητρα, το κίνητρο
  • мотовилка στα ελληνικά - καταψύκτης, ράβδος, ράβδο, ράβδου, βάκτρο, ράβδων
Τυχαίες λέξεις
Мост στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεφυρώνω, γέφυρα, σπιθαμή, γέφυρας, γεφύρι, γεφυρών, της γέφυρας