Σπιθαμή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: σπιθαμή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
миг, мост, педя, участъка, продължителност, на участъка, участък
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σπιθαμή
μια σπιθαμή, σπιθαμή μονάδα μέτρησησ, σπιθαμή προς σπιθαμή, σπιθαμή ή σπιθαμή, σπιθαμή λεξικό, σπιθαμή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, σπιθαμή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- σπηλιά στα βουλγαρικά - пещера, пещерата, пещерен, пещерна
- σπιθίζω στα βουλγαρικά - искреше, блестяла, блестяха, искряха, блестеше
- σπιθοβολώ στα βουλγαρικά - spithovolo
- σπιλώνω στα βουλγαρικά - него попадат, попадат както, него попадат както
Τυχαίες λέξεις
Σπιθαμή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: миг, мост, педя, участъка, продължителност, на участъка, участък
Μεταφράσεις: миг, мост, педя, участъка, продължителност, на участъка, участък