Накисване στα ελληνικά
Μετάφραση: накисване, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμποτίζω, μουσκεύω, μούλιασμα, μούσκεμα, εμποτισμός, διαβροχή, εμποτισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- наименование στα ελληνικά - όνομα, ονόματος, ονομασία, όνομά, το όνομα
- наказание στα ελληνικά - πρόστιμο, τιμωρία, ποινή, κύρωση, τιμωρίας, θανατικής, την τιμωρία
- наклон στα ελληνικά - γέρνω, πλευρά, πλαγιά, κατηφορίζω, μεριά, κλίση, κλίσης, ...
- наковалня στα ελληνικά - αμόνι, άκμονα, άκμονας, άκμονος, αμονιού
Τυχαίες λέξεις
Накисване στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, μούλιασμα, μούσκεμα, εμποτισμός, διαβροχή, εμποτισμού
Μεταφράσεις: εμποτίζω, μουσκεύω, μούλιασμα, μούσκεμα, εμποτισμός, διαβροχή, εμποτισμού