Μουσκεύω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μουσκεύω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
накисване, кисна, Ret, на задържане
Μουσκεύω στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μουσκεύω

μουσκεύω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μουσκεύω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μουσικός στα βουλγαρικά - музикант, музикален, мюзикъл, музикална, музикално, музикални
  • μουσκέτο στα βουλγαρικά - мускет, пушка, пушката, мускети, мускета
  • μουστάκι στα βουλγαρικά - мустак, мустаци, мустаците, мустачки
  • μουστάρδα στα βουλγαρικά - горчица, синапено, синап, горчицата, синапово
Τυχαίες λέξεις
Μουσκεύω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: накисване, кисна, Ret, на задържане