Основание στα ελληνικά
Μετάφραση: основание, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεμέλιο, ίδρυση, βάθρο, ίδρυμα, έδαφος, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
Μεταφράσεις
- осно στα ελληνικά - λόγους, λόγοι, λόγων, σκεπτικό, λόγω
- основа στα ελληνικά - βάση, ευτελής, βάθρο, διαστρεβλώνω, βάσει, βάσης
- основателя στα ελληνικά - ιδρυτής, ναυαγώ, φουντάρω, ιδρυτή, ο ιδρυτής, ιδρυτικό, τον ιδρυτή
- особняк στα ελληνικά - μοναδικότητα, παραδοξότητα, αλλοκοτιά, παραδοξότης, ιδιορρυθμία
Τυχαίες λέξεις
Основание στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεμέλιο, ίδρυση, βάθρο, ίδρυμα, έδαφος, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους
Μεταφράσεις: θεμέλιο, ίδρυση, βάθρο, ίδρυμα, έδαφος, εδάφους, λόγο, γείωσης, του εδάφους