Отпечатък στα ελληνικά
Μετάφραση: отпечатък, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εντυπωσιάζω, αποτύπωμα, Στοιχεία εταιρίας, Εντύπωμα, Στοιχεία εταιρίας Είσοδος, Imprint
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- отношение στα ελληνικά - στάση, συμπεριφορά, σχέση, σεβασμός, αφορά, σεβασμό, όσον αφορά
- отпадък στα ελληνικά - σπαταλώ, απόβλητα, λύμα, σπατάλη, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, ...
- отплата στα ελληνικά - αποπληρωμή, ανταμοιβή, ανταμοιβής, αμοιβή, επιβράβευση, τρίτων
- отправка στα ελληνικά - μια, ένα, α, ένας, μία
Τυχαίες λέξεις
Отпечатък στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εντυπωσιάζω, αποτύπωμα, Στοιχεία εταιρίας, Εντύπωμα, Στοιχεία εταιρίας Είσοδος, Imprint
Μεταφράσεις: εντυπωσιάζω, αποτύπωμα, Στοιχεία εταιρίας, Εντύπωμα, Στοιχεία εταιρίας Είσοδος, Imprint