Отплата στα ελληνικά
Μετάφραση: отплата, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποπληρωμή, ανταμοιβή, ανταμοιβής, αμοιβή, επιβράβευση, τρίτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- отпадък στα ελληνικά - σπαταλώ, απόβλητα, λύμα, σπατάλη, αποβλήτων, των αποβλήτων, απορριμμάτων, ...
- отпечатък στα ελληνικά - εντυπωσιάζω, αποτύπωμα, Στοιχεία εταιρίας, Εντύπωμα, Στοιχεία εταιρίας Είσοδος, Imprint
- отправка στα ελληνικά - μια, ένα, α, ένας, μία
- отпуск στα ελληνικά - άδεια, φύγω, αφήσει, αφήνουν, αφήσετε
Τυχαίες λέξεις
Отплата στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποπληρωμή, ανταμοιβή, ανταμοιβής, αμοιβή, επιβράβευση, τρίτων
Μεταφράσεις: αποπληρωμή, ανταμοιβή, ανταμοιβής, αμοιβή, επιβράβευση, τρίτων