Пенис στα ελληνικά

Μετάφραση: пенис, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέλος, στέλεχος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών
Пенис στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • пена στα ελληνικά - αφρίζω, Pena, Πένα
  • пение στα ελληνικά - τραγουδώ, τραγούδι, το τραγούδι, τραγουδιού, τραγουδώντας, τραγούδια
  • пенсионер στα ελληνικά - συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
  • пентагон στα ελληνικά - πεντάγωνο, πενταγώνου, του Πενταγώνου, πεντάγωνου, πενταγωνικό
Τυχαίες λέξεις
Пенис στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών