Μέλος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: μέλος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
член, пенис, държавите
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέλος
μέλος δεπ, μέλος τεε, μέλος φάντασμα, μέλος εφορευτικής επιτροπής εκλογών 2014, μέλοσ τησ χρυσήσ αυγήσ, μέλος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μέλος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- μέθοδος στα βουλγαρικά - приближение, метод, начин, метода, метод на
- μέλι στα βουλγαρικά - мед, меда, пчелен мед, на мед
- μέμφομαι στα βουλγαρικά - укор, позор, упрек, присмех, укоряване
- μέμψη στα βουλγαρικά - Semerkhet
Τυχαίες λέξεις
Μέλος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: член, пенис, държавите
Μεταφράσεις: член, пенис, държавите