Пещера στα ελληνικά
Μετάφραση: пещера, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπηλιά, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, το σπήλαιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- пешка στα ελληνικά - πιόνι, πιονιού, ενέχυρο, το πιόνι, παίγνιο
- пещ στα ελληνικά - κλίβανος, φούρνος, φούρνο, φούρνου, κλίβανο, κλιβάνου
- пианист στα ελληνικά - πιανίστας, πιανίστα, πιανίστρια, τον πιανίστα, pianist
- пиано στα ελληνικά - πιάνο, πιάνου, το πιάνο, στο πιάνο, piano
Τυχαίες λέξεις
Пещера στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπηλιά, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, το σπήλαιο
Μεταφράσεις: σπηλιά, σπήλαιο, σπηλαίου, σπηλιάς, το σπήλαιο