Полка στα ελληνικά

Μετάφραση: полка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ράφι, πόλκα, πουά, polka, Πόλκας
Полка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • полицейския στα ελληνικά - αστυνομία, Αστυνομίας, Αστυνομική, Αστυνομικής, Η αστυνομία
  • полиция στα ελληνικά - αστυνομεύω, αστυνομία, νόμος, αστυνομίας, αστυνομικής, αστυνομική, της αστυνομίας
  • полковник στα ελληνικά - συνταγματάρχης, συνταγματάρχη, Ο συνταγματάρχης, τον συνταγματάρχη, συνταγματάρχης του
  • половина στα ελληνικά - μισός, ήμισυ, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ, μισή
Τυχαίες λέξεις
Полка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ράφι, πόλκα, πουά, polka, Πόλκας