Ράφι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ράφι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стойка, полка, рафт, шелф, Срок, Срок на, срока
Ράφι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ράφι

ράφι τοίχου, ράφι ικεα, ράφι μπαχαρικών, ράφι με συρτάρι, ράφι μπάνιου, ράφι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ράφι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ράσπα στα βουλγαρικά - стържене, скрибуцане, пиля, изчегъртвам, казвам с рязък глас
  • ράτσα στα βουλγαρικά - раса, гонки, порода, размножават, се размножават, отглеждат, породата
  • ρέλι στα βουλγαρικά - граница, връзка от жизнено значение, спасително въже, жизнено значение, въже, спасителен пояс
  • ρέψιμο στα βουλγαρικά - рогата, оригване, бълващ, бълващите, бълваше, бълват
Τυχαίες λέξεις
Ράφι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: стойка, полка, рафт, шелф, Срок, Срок на, срока