Преобразователя στα ελληνικά
Μετάφραση: преобразователя, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετασχηματιστής, μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- прения στα ελληνικά - συζήτηση, συζητήσεις, συζητήσεων, τις συζητήσεις, συζητήσεις που
- преобразование στα ελληνικά - μεταμόρφωση, αναμόρφωση, ανάπλαση, ανάπλασης, αναμόρφωσης, μεταρρύθμιση
- препоръка στα ελληνικά - πιστοποιητικό, σύσταση, σύστασης, τη σύσταση, σύστασή, συστάσεως
- препятствие στα ελληνικά - φράγμα, φραγμός, μπάρα, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, εμπόδιο για, ...
Τυχαίες λέξεις
Преобразователя στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετασχηματιστής, μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής
Μεταφράσεις: μετασχηματιστής, μετατροπέας, μετατροπέα, νομίσματος Μετατροπέας, του μετατροπέα, μετατροπής