Резец στα ελληνικά
Μετάφραση: резец, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλέμι, σμίλη, λαξεύω, τομεύς, κοπτήρας, κοπτήρας έχει, τομέων, κοπτήρα
Μεταφράσεις
- резерв στα ελληνικά - απόθεμα, εφεδρεία, αποθεματικό, αποθεματικού, αποθεματικών
- резервоар στα ελληνικά - δεξαμενή, δεξαμενής, δοχείο, ρεζερβουάρ, δοχείου
- резултат στα ελληνικά - αποτέλεσμα, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
- резюме στα ελληνικά - περίληψη, σύνοψη, συνοπτική, συνοπτικά, περίληψης
Τυχαίες λέξεις
Резец στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλέμι, σμίλη, λαξεύω, τομεύς, κοπτήρας, κοπτήρας έχει, τομέων, κοπτήρα
Μεταφράσεις: καλέμι, σμίλη, λαξεύω, τομεύς, κοπτήρας, κοπτήρας έχει, τομέων, κοπτήρα