Решат στα ελληνικά

Μετάφραση: решат, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Решат στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • рециклиране στα ελληνικά - ανακύκλωση, ανακύκλωσης, την ανακύκλωση, της ανακύκλωσης, η ανακύκλωση
  • речник στα ελληνικά - εξήγηση, λεξικό, λούστρο, ερμηνεία, λεξιλόγιο, λεξικού
  • решение στα ελληνικά - λήξη, τέλος, απόφαση, αποφασιστικότητα, αποφασίζω, λύνω, διευθετώ, ...
  • решетка στα ελληνικά - σχάρα, πλέγμα, δίχτυ, δικτυωτό, δίκτυο, δικτύου, πλέγματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Решат στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν