Салата στα ελληνικά

Μετάφραση: салата, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες
Салата στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • саксофон στα ελληνικά - σαξόφωνο, σαξοφώνου, saxophone, το σαξόφωνο, σαξόφωνου
  • сал στα ελληνικά - σχεδία, σειρά, σχεδίας, λέμβου, σχεδίες
  • сало στα ελληνικά - λαρδί, λιπαντικό, γράσο, λίπος, στέαρ, στέατος, ζωικό λίπος, ...
  • салон στα ελληνικά - μαγαζί, σαλόνι, κομμωτήριο, ινστιτούτο, σαλόνι ομορφιάς, κομμωτηρίου
Τυχαίες λέξεις
Салата στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλάτα, σαλάτας, σαλάτες