Сделка στα ελληνικά
Μετάφραση: сделка, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεκπεραίωση, δοσοληψία, συναλλαγή, νταραβέρι, παζαρεύω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- сгушения στα ελληνικά - συγκέντρωση, συμπύκνωση, φωλιασμένο, βρίσκεται, το οποίο βρίσκεται, οποίο βρίσκεται, φωλιάζει
- сдавих στα ελληνικά - sdavih
- сдялка στα ελληνικά - απέλαση, sdyalka
- север στα ελληνικά - βοριάς, βοράς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
Τυχαίες λέξεις
Сделка στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεκπεραίωση, δοσοληψία, συναλλαγή, νταραβέρι, παζαρεύω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση
Μεταφράσεις: διεκπεραίωση, δοσοληψία, συναλλαγή, νταραβέρι, παζαρεύω, συμφωνία, συμφωνίας, διαπραγμάτευση, πολλά, αντιμετώπιση