Δοσοληψία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δοσοληψία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сделка, трафик, движение, транзакция, операция, сделката, операциите
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοσοληψία
δοσοληψία ετυμολογια, δοσοληψία συνώνυμο, δοσοληψία λεξικο, δοσοληψία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δοσοληψία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δονούμαι στα βουλγαρικά - треперя, пулсирам, пулсират, пулсира, да пулсират
- δορυφόρος στα βουλγαρικά - сателит, спътник, сателитен, сателитна, сателитни
- δοσολογία στα βουλγαρικά - доза, дозировка, дозиране, дозирана, на дозата
- δουκάτο στα βουλγαρικά - херцогство, херцогството, Великото херцогство, Duchy
Τυχαίες λέξεις
Δοσοληψία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сделка, трафик, движение, транзакция, операция, сделката, операциите
Μεταφράσεις: сделка, трафик, движение, транзакция, операция, сделката, операциите