Село στα ελληνικά
Μετάφραση: село, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικισμός, χωριό, χωριού, village, του χωριού, το χωριό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- селение στα ελληνικά - πληθυσμός, πληθυσμού, του πληθυσμού, πληθυσμό, τον πληθυσμό
- селитра στα ελληνικά - νιτρικό κάλιο, Νιτρικό, saltpeter, νιτρική ποτάσσα
- семафор στα ελληνικά - σηματογράφος, σηματοφόρος, σηματοφόρου, σηματοφόρο, σηματοφόρα
- семе στα ελληνικά - σπέρνω, σπόρος, εμφυτεύω, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρου
Τυχαίες λέξεις
Село στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικισμός, χωριό, χωριού, village, του χωριού, το χωριό
Μεταφράσεις: οικισμός, χωριό, χωριού, village, του χωριού, το χωριό