След στα ελληνικά

Μετάφραση: след, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίχνη, ίχνος, μονοπάτι, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, υπόλειμμα, πατημασιά, πίστα, έπειτα, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από
След στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • сладострастния στα ελληνικά - ασελγής, λάγνες, άσεμνης, της άσεμνης, λάγνα
  • сластолюбец στα ελληνικά - φιλήδονος
  • следователя στα ελληνικά - ανακριτής, ερευνητής, ερευνητή, ερευνητές, ανακριτή
  • следствие στα ελληνικά - συνέπεια, επίπτωση, σημασία, αποτέλεσμα, Κατά συνέπεια, συνεπεία, Συνεπώς
Τυχαίες λέξεις
След στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίχνη, ίχνος, μονοπάτι, ανιχνεύω, ανακαλύπτω, υπόλειμμα, πατημασιά, πίστα, έπειτα, μετά, μετά από, μετά την, αφού, από