Слух στα ελληνικά
Μετάφραση: слух, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακοή, φήμη, φημολογία, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
Μεταφράσεις
- слон στα ελληνικά - ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
- слуга στα ελληνικά - υπηρέτης, υπάλληλος, υπάλληλο, υπηρέτη, δούλος
- случай στα ελληνικά - συμβάν, περίπτωση, γεγονός, τύχη, πιθανότητα, συγκυρία, ευκαιρία, ...
- случайния στα ελληνικά - τυχαίος, τυχαία, τυχαίο, τυχαίας, τυχαίων
Τυχαίες λέξεις
Слух στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακοή, φήμη, φημολογία, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
Μεταφράσεις: ακοή, φήμη, φημολογία, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει