Съпротивление στα ελληνικά
Μετάφραση: съпротивление, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- съображение στα ελληνικά - σκέψη, σεβασμός, θεώρηση, μελέτη, υπόψη, εξέταση, προσοχή
- съобщение στα ελληνικά - πίνακας, παρατηρώ, μήνυμα, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά
- съпруг στα ελληνικά - σύζυγος, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
- съпруга στα ελληνικά - σύζυγος, γυναίκα, σύζυγό, τη σύζυγό, τη γυναίκα
Τυχαίες λέξεις
Съпротивление στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Μεταφράσεις: αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα