Шлем στα ελληνικά
Μετάφραση: шлем, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τιμόνι, πηδάλιο, κράνος, κράνους, το κράνος, περικεφαλαία, του κράνους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- шлака στα ελληνικά - σκωρία, σκωρίας, σκωρίες, σκουριές, σκουριά
- шланг στα ελληνικά - μάνικα, σωλήνα, εύκαμπτος σωλήνας, εύκαμπτο σωλήνα, εύκαμπτου σωλήνα
- шлюз στα ελληνικά - υδροφράχτης, υδατοφράχτη, θυροφράγματος, ανασχέσεως, φραχτών
- шлюпка στα ελληνικά - φλούδα, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας
Τυχαίες λέξεις
Шлем στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τιμόνι, πηδάλιο, κράνος, κράνους, το κράνος, περικεφαλαία, του κράνους
Μεταφράσεις: τιμόνι, πηδάλιο, κράνος, κράνους, το κράνος, περικεφαλαία, του κράνους