Яйчник στα ελληνικά

Μετάφραση: яйчник, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών
Яйчник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • язък στα ελληνικά - γλώσσα, αλίμονο, δυστυχώς, Alas, δυστυχώς όμως
  • яйце στα ελληνικά - αυγό, αυγών, αυγού, των αυγών, ωάριο
  • як στα ελληνικά - βους του Θιβέτ ή των ινδίων, YAK, βούβαλου, γιακ, βούβαλου του
  • яловаря στα ελληνικά - λεξικό, yalovarya
Τυχαίες λέξεις
Яйчник στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωάριο, ωοθήκη, ωοθηκών, ωοθήκης, ωοθήκες, των ωοθηκών