Ωάριο στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ωάριο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
яйчник, яйце, яйцеклетка, яйцеклетки, яйцеклетката, на яйцеклетки
Ωάριο στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωάριο

ωάριο κότας, ωάριο ποιότητα, ωάριο naboth, ωάριο γονιμοποίηση, ωάριο χιλιοστά, ωάριο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ωάριο στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ψώνια στα βουλγαρικά - пазаруване, търговски, пазаруването, за пазаруване, шопинг
  • ψώρα στα βουλγαρικά - краста, скабиес, на краста, красти
  • ωθώ στα βουλγαρικά - тласък, натискане, натиснете, натиск, Пряк
  • ωκεανός στα βουλγαρικά - океан, океана, океански, океанското, на океана
Τυχαίες λέξεις
Ωάριο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: яйчник, яйце, яйцеклетка, яйцеклетки, яйцеклетката, на яйцеклетки