Élément στα ελληνικά

Μετάφραση: élément, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τμήμα, εξάρτημα, παράγοντας, πρόσφορος, στέλεχος, συνδέω, συντελεστής, συστατικός, τομή, μέλος, στοιχείο, κρίκος, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο
Élément στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accourue στα ελληνικά - έσπευσε, έσπευσαν, επιτάχυνε, επιταχύνεται, βιάστηκε
  • as στα ελληνικά - πιστόλι, καραμπίνα, όπλο, κανόνι, άσσος, ACE, ΜΕΑ, ...
  • attrister στα ελληνικά - θλίβομαι, θρηνώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ, πενθώ, μελαγχολώ, λυπώ, ...
  • carboniser στα ελληνικά - βλάπτω, char, χαρα, απανθρακώματος, εξανθρακώματος, εξανθράκωμα
Τυχαίες λέξεις
Élément στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τμήμα, εξάρτημα, παράγοντας, πρόσφορος, στέλεχος, συνδέω, συντελεστής, συστατικός, τομή, μέλος, στοιχείο, κρίκος, στοιχείου, στοιχείων, στοιχεία, το στοιχείο