Épingle στα ελληνικά
Μετάφραση: épingle, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόμφος, καρφίτσα, τσιμπιδάκι, βελόνα, πείρο, pin, πείρου, πείρος
Μεταφράσεις
- appauvrit στα ελληνικά - φτωχαίνει, φτωχαίνει την, εξαθλιώνει, αποδυναμώνει, εξαθλιώνουν
- arriviste στα ελληνικά - νεόπλουτος, τυχάρπαστο, νεόπλουτο, τυχάρπαστη, upstart
- autorisation στα ελληνικά - επιτρέπω, άδεια, ένταλμα, εξουσιοδότηση, άδειας, έγκριση, αδείας
- baillés στα ελληνικά - Bailles
Τυχαίες λέξεις
Épingle στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόμφος, καρφίτσα, τσιμπιδάκι, βελόνα, πείρο, pin, πείρου, πείρος
Μεταφράσεις: γόμφος, καρφίτσα, τσιμπιδάκι, βελόνα, πείρο, pin, πείρου, πείρος