Accroissement στα ελληνικά
Μετάφραση: accroissement, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ορθώνομαι, συσσώρευση, ένταξη, επαύξηση, άνοδος, ανάπτυξη, ύψωση, απόκτημα, αυξάνω, διαστολή, αύξηση, συρροή, ανάδειξη, εξέλιξη, προσχώρηση, εξάπλωση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- accrochées στα ελληνικά - Hung, κρεμασμένα, Χουνγκ, κρεμασμένο, Χούνγκ
- accrochés στα ελληνικά - κρέμασμα, κρέμονται, κρέμεται, που κρέμονται, που κρέμεται
- accroître στα ελληνικά - μεγαλοποιώ, διαστέλλω, αύξηση, φουσκώνω, διευρύνω, μεγεθύνω, προστίθεμαι, ...
- accru στα ελληνικά - παρακλάδι, παραφυάδα, βλαστός, αυξημένη, αυξημένο, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, ...
Τυχαίες λέξεις
Accroissement στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ορθώνομαι, συσσώρευση, ένταξη, επαύξηση, άνοδος, ανάπτυξη, ύψωση, απόκτημα, αυξάνω, διαστολή, αύξηση, συρροή, ανάδειξη, εξέλιξη, προσχώρηση, εξάπλωση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει
Μεταφράσεις: ορθώνομαι, συσσώρευση, ένταξη, επαύξηση, άνοδος, ανάπτυξη, ύψωση, απόκτημα, αυξάνω, διαστολή, αύξηση, συρροή, ανάδειξη, εξέλιξη, προσχώρηση, εξάπλωση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, να αυξήσει