Alimentation στα ελληνικά

Μετάφραση: alimentation, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμήθεια, φαγητό, δύναμη, παρέχω, εξουσία, παροχή, μέριμνα, τροφή, τροφοδοσία, κύρος, σανίδωμα, χορήγηση, θρέψη, τρέφω, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Alimentation στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alimentaire στα ελληνικά - τροφικός, αξιόλογος, θρεπτικός, τροφή, στερεός, ουσιαστικός, φαγητό, ...
  • alimentant στα ελληνικά - σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
  • alimente στα ελληνικά - τροφές, ροές, feeds, τροφοδοσίες, ζωοτροφές
  • alimentent στα ελληνικά - τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, προμήθεια, εφοδιασμού, παροχή, προσφοράς, ...
Τυχαίες λέξεις
Alimentation στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμήθεια, φαγητό, δύναμη, παρέχω, εξουσία, παροχή, μέριμνα, τροφή, τροφοδοσία, κύρος, σανίδωμα, χορήγηση, θρέψη, τρέφω, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας