Bonification στα ελληνικά
Μετάφραση: bonification, Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γαλλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελτίωση, επίδομα, επιχορήγηση, δώρο, μπόνους, bonus, επιδομάτων
Μεταφράσεις
- bonifiant στα ελληνικά - Ενίσχυση της, Βελτίωση της, Ενίσχυση, Βελτίωση, ενισχυτική
- bonifie στα ελληνικά - βελτιώνει, βελτιώνει την, βελτιώνεται, βελτιώνει τη, βελτίωση
- bonifient στα ελληνικά - βελτιώνομαι
Τυχαίες λέξεις
Bonification στα ελληνικά - Λεξικό: γαλλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελτίωση, επίδομα, επιχορήγηση, δώρο, μπόνους, bonus, επιδομάτων
Μεταφράσεις: βελτίωση, επίδομα, επιχορήγηση, δώρο, μπόνους, bonus, επιδομάτων